- βουλεβάρτο(ν)
- το бульвар
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουλεβάρτο — το 1. πλατιά, δεντροφυτεμένη λεωφόρος 2. θεατρικό είδος με ανάλαφρη αισθηματολογία, έξυπνο διάλογο και ερωτικές, κυρίως, ίντριγκες, που εικονίζει τον κόσμο της αστικής τάξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. boulevard… … Dictionary of Greek
βουλεβάρτο — το (λ. γαλλ.) 1. λεωφόρος φυτεμένη με δέντρα και από τις δύο πλευρές: Είναι ονομαστά τα βουλεβάρτα του Παρισιού. 2. είδος ελαφρού λαϊκού θεάτρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουλεβαρδιέρος — ο αυτός που συχνάζει σε βουλεβάρτα, ο κοσμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. boulevardier < boulevard (πρβλ. βουλεβάρτο)] … Dictionary of Greek
Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… … Dictionary of Greek
Γληνός, Γεώργιος — (Σμύρνη 1895 – Αθήνα 1966).Ηθοποιός. Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο στη Σμύρνη, σε ηλικία 22 ετών. Λίγο αργότερα έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε έως το 1930 βασικό στέλεχος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το διάστημα 1932 45 υπήρξε ένας από… … Dictionary of Greek
Λιμιέρ, Λουί Ζαν και Ογκίστ Μαρί — (Louis Jean Lumière, Μπεζανσόν 1864 – Μπαντόλ Βαρ 1948· August Marie Lumière, Μπεζανσόν 1862 – Λιόν 1954). Εφευρέτες και πρωτοπόροι του γαλλικού κινηματογράφου. Στους αδελφούς Λ. οφείλεται η ανακάλυψη της συσκευής με την ονομασία κινηματογράφος… … Dictionary of Greek
Χέντσε, Χανς Βέρνερ — (Henze, Γκίτερσλο, Βεστφαλία 1926). Γερμανός συνθέτης. Μουσικός με εξαιρετικό ταλέντο, αφού καλλιέργησε τη δημιουργική αγωνία του με μια έντονη μαθητεία ως διευθυντής ορχήστρας στα γερμανικά θέατρα του Μπίλφελντ και της Κωνσταντίας, εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek